βαγενάρης

βαγενάρης
ο (Μ βαγενάρης)
1. κατασκευαστής βαγενιών
2. ο μοναχός που έχει αναλάβει τη φροντίδα του βαγεναρειού και τη διανομή κρασιού στους μοναχούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”